λαρυγγισμός

λαρυγγισμός
ο (Α λαρυγγισμός) [λαρυγγίζω]
νεοελλ.
1. φωνή που εξέρχεται κατευθείαν από τον λάρυγγα χωρίς αλλοίωση από το αντηχείο τού στόματος
2. καλλωπισμός τού άσματος υψιφώνων με ταχύτατη επαλληλία φθογγοσήμων σε ένα φωνήεν
3. το κελάηδημα μερικών πτηνών
4. σπασμωδική σύσπαση τών μυών τού λάρυγγα, που προκαλεί έμφραξη τής γλωττίδας και ασφυξία
αρχ.
κρωγμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαρυγγισμός — ο 1. ήχος που βγαίνει από το λάρυγγα. 2. τερέτισμα, κελάδημα. 3. (ιατρ.), σπασμωδική συστολή των λαρυγγικών μυών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαρυγγισμοῖς — λαρυγγισμός croaking masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίγλαρος — ο (Α νίγλαρος και γίγγλαρος) 1. είδος μικρού αιγυπτιακού αυλού με τον οποίο οι κελευστές έδιναν τον ρυθμό στους κωπηλάτες 2. λαρυγγισμός, κραδασμός φωνής, τρίλλιες νεοελλ. μικρός πλαγίαυλος, πίφερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης προέλευσης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”